write.as

Οι περιπέτειες ενός μη-μισθωτού

Επεισόδιο 1, “Επανεγγραφή”

Ο εργοδότης αποφάσισε να μην είμαι πια μισθωτός, αλλά “με μπλοκάκι”, αφού... τι να εξηγώ τώρα. Αυτά τα πράγματα δεν είναι να τα εξηγείς. Είναι θέμα πίστης. Πέρα από τα όρια της λογικής. Όχι της λογικής της δικής σου ή του εργοδότη σου, αλλά της λογικής γενικότερα. Το βλέπω σαν άσκηση στην ενεργοποίηση του τμήματος εκείνου του εγκεφάλου μου που θα έπρεπε να διεγείρεται στο άκουσμα των λέξεων “θεός”, “πατρίδα”, κτλ. Γιατί δεν έχει λογική το ότι θα έχω έναν εργοδότη, θα πληρώνομαι τα ίδια χρήματα, θα καταβάλλονται οι ίδιες εισφορές, θα γίνεται η ίδια παρακράτηση φόρου, θα φορολογούμαι “σαν μισθωτός”, αλλά ΔΕΝ ΘΑ ΕΙΜΑΙ μισθωτός. Πρέπει να έχεις πίστη ότι είναι κάτι το διαφορετικό, το “θείο”. Να το νιώσεις στο μεδούλι σου και κάθε φορά που περνάς έξω από το τοπικό σου τμήμα του e-ΕΦΚΑ (ναι, έχω χάσει τον λογαριασμό με τις μετονομασίες), να κάνεις μια μετάνοια διαγράφοντας με το δεξί σου χέρι ένα μεγάλο “Ε”, ξεκινώντας από το κούτελο, περνώντας από την καρδιά, και καταλήγοντας στα γεννητικά σου όργανα.

Φτάνει η γκρίνια όμως. Φορτωμένος με δεκάδες έτη προϋπηρεσίας συναλλαγών με το δημόσιο: εφορία, ΤΕΒΕ, ΕΦΚΑ μη μισθωτών,. ΕΦΚΑ μισθωτών, ΟΑΕΕ με ταμπέλα ΕΦΚΑ, ΕΦΚΑ που άλλαξε έδρα και πήγε στο παλιό ΤΕΒΕ, κτλ. λέω ας πάω σήμερα να ξεμπερδεύω. 8:10 στην εφορία. Με σταματάνε οι φύλακες στην πόρτα. 2 φύλακες με αλεξίσφαιρα γιλέκα, για να με ελέγξουν ότι ακολουθώ τις “υγειονομικές προδιαγραφές” της εποχής του COVID – χωρίς βέβαια να φοράνε οι ίδιοι μάσκα. Οι φύλακες στις δημόσιες υπηρεσίες είναι περίεργη φάρα: κάποιες φορές αναλαμβάνουν από μόνοι τους να σε εξυπηρετήσουν. Έχω καταλήξει ότι το κάνουν επειδή βαριούνται ή νιώθουν έναν εσωτερικό ενθουσιασμό που σιγά-σιγά αποκωδικοποιούν τις διαδικασίες της υπηρεσίας και “καταλαβαίνουν” πως λειτουργούν τα πράγματα (ή νομίζουν τέλος πάντων), οπότε με το να σε σταματήσουν και να σε ρωτήσουν τι θες και να σου πούνε τι πρέπει να κάνεις, τους βγαίνει το άχτι: “μπορεί φιλαράκι να είμαι ανειδίκευτο κωλοφάνταρο που κάνει σκοπέτο στις σκάλες όλη μέρα, αλλά μπορώ (1) να σε σταματήσω ό,τι ώρα θέλω και (2) να σου δείξω ότι ξέρω που πρέπει να πας, γιατί ξέρω πως λειτουργεί το μαγαζί”. Δεν φταίνε αυτοί όμως. Φταίνε οι μαλάκες που νομίζουν ότι κάποιος πρέπει να κάθεται απ'έξω, ντυμένος σαν αστυνομικός χωρίς να είναι. Με σταματήσανε και μου είπαν ότι “όλα γίνονται πλέον ηλεκτρονικά” και να μην πάω πάνω, “γιατί είναι μόνο 1 άνθρωπος στο Μητρώο και κάνει μόνο διαγραφές” (1 άνθρωπος στο Μητρώο μιας πόλης με 300 χιλιάδες κατοίκους!). Τα κατάφεραν πάλι. Σίγουρα έχουν χαρτί από πίσω που σημειώνουν πόσους έστειλαν σπίτι. Τέτοιο χαρτί έχουν και οι “από πάνω”. Σημειώνουν πόσους δημόσιους υπάλληλους “έστειλαν” και πόσους σεκιουριτάδες πήραν. Win-win.

Πίσω στον υπολογιστή. Μπαίνω στο site του e-EFKA που θυμίζει home page στα Geocities της δεκαετίας του '90: χρωματάκια, εικονίτσες, μενουδάκια, εργοδότες, συνταξιούχοι, φορείς, λογιστές, μισθωτοί, αυτοαπασχολούμενοι, ελ. επαγγελματίες, αγρότες, τρακτέρ, αγελάδες, γουρούνια, σκύλοι, γάτες, χάμστερ, σημαίες, cookies, κρουασανάκια, καραμελίτσες, κτλ. Ένα εκατομμύριο επιλογές και από κάτω έχει το θράσος να λέει “περισσότερα”... Πόσα πια; ΠΟΣΑ;

Πάω Google. Γράφω “έναρξη επαγγέλματος” και με βγάζει σε έναν οδηγό μιας εταιρείας. Από περιέργεια πατάω “Print”. Είναι 19 σελίδες. Καλά πάμε με την απλοποίηση των διαδικασιών. Βρίσκω την παράγραφο του υποκεφαλαίου που με φωτογραφίζει σαν πολίτη και σαν άνθρωπο γενικότερα και ακολουθώ τις οδηγίες. Πατάω στο link και με πάει σε κάποια υπηρεσία του e-ΕΦΚΑ (πρώην ΕΦΚΑ, πρώην ΟΑΕΕ, πρώην ΤΕΒΕ – είμαι σίγουρος ότι είχε άλλα 10 ονόματα πριν). Κάνω login με το τους κωδικούς μου του TAXISNET, αλλά θέλει και το AMKA μου. Με πετάει σε μια σελίδα που λέει τα στοιχεία μου. Πατάω next. Με πάει σε μια σελίδα για να συμπληρώσω τη διεύθυνσή μου. Βάζω ΤΗΝ ΙΔΙΑ. “Νεχτ” (που έλεγε και ένας γνωστός μου), “νεχτ” και τέλος. Κόκκινα γράμματα. Δεν γίνεται. “Επικοινωνήστε μαζί μας”. Εγώ φταίω πάλι δηλαδή. Αφού δεν μπορείτε, γιατί δεν βγάζετε άκρη μόνοι σας τι φταίει; Εμένα τι με θέλετε;

Παίρνω τηλέφωνο. Μετά από 10' αφήγησης το σηκώνει μια κυρία. Ευγενέστατη – σίγουρα δεν φόραγε αλεξίσφαιρο αυτή. Μου λέει ότι αφού ήμουν παλιότερα στο “ΤΕΒΕ” (ναι είπε “ΤΕΒΕ”, που την πρόδωσε ότι είναι του “πριν το 1993”), μου λέει να συμπληρώσω μια άλλη αίτηση, από άλλο υπομενού των υπηρεσιών του e-ΕΦΚΑ. Πάω, συμπληρώνω. Βάζω πάλι τη διεύθυνσή μου. Όλα καλά. “Νεχτ” και μπλε μήνυμα αυτή τη φορά. “Επικοινωνήστε μαζί μας”. Να κλείσω, λέει, ραντεβού. Την ευχαριστώ και το κλείνω. Ψάχνω πως κλείνεις ραντεβού. Καμία τύχη. Πίσω στο Google. Πατάω το πρώτο link. Νέα φόρμα του e-ΕΦΚΑ. Κουράγιο! Τη συμπληρώνω. Ευτυχώς έχει 1 αύριο το πρωί... Θα πάω από εκεί στις 8:35 να δούμε...

(συνεχίζεται...)

Επεισόδιο 2, “Τετ-α-τετ”

Ξυπνάω σήμερα ζοχαδιασμένος. Μόνο η σκέψη της επίσκεψης στο ιιι-ΕΦΚΑ με γεμίζει ενθουσιασμό και δίψα για περιπέτεια (not). Φτάνω στο κτήριο Εγγλέζος (8:24), μπαίνω μέσα, φύλακας. Αυτός ήταν από τους “άλλους”. Αυτούς που πραγματικά βαριούνται. Που έχουν παραδοθεί στην αβάσταχτη ελαφρότητα του να μη συμβαίνει τίποτα. Που η μέρα περνάει μπροστά από τα μάτια τους με άλλους ρυθμούς. Ο ήλιος ανατέλει και δύει μέσα σε 2-3 δικά μας λεπτά. Με κοιτάει βαρεμένος, με ρωτάει αν έχω ραντεβού, σκανάρει το πιστοποιητικό μου, “εντάξει είσαι”. Ανεβαίνω πάνω.

Το κτήριο του ιιι-ΕΦΚΑ στο Ηράκλειο είναι τεράστιο – σαν κάτι μεγάλα κτήρια γραφείων της Αθήνας. Οι ομοιότητες όμως σταματάνε εδώ. Γιατί αυτό είναι άδειο, χωρίς ζωή, γεμάτο στοίβες φακέλων παρατημένους από εδώ και από εκεί. Ό,τι υπάλληλοι υπάρχουν περιμένουν υπομονετικά να βγούνε στην σύνταξη. Κάτι σαν μεταβατικό στάδιο από τη ζωή στη γη στο ανεξερεύνητο και άηχο κενό του διαστήματος. Ακούω μια φωνή. “Τι θέλετε;”. Εξηγώ. Προφανώς και δεν με εξυπηρέτησε, αλλά με έστειλε αλλού. Ίσως σημείωσε και αυτός στο σκορ της ημέρας πόσους έστειλε “αλλού”. Πάω στον σωστό κύριο και περιμένω τη σειρά μου.

Η υπόλοιπη ώρα μου στο ιιι-ΕΦΚΑ πέρασε σχεδόν ευχάριστα. Σχεδόν, γιατί αφού δοκίμασε ο υπάλληλος να περάσει τα στοιχεία στο κομπιούτερ για να βγει η βεβαίωση που χρειαζόμουν, κατάλαβε ότι κάτι δεν πάει καλά, κτλ. με κοιτάει και μου λέει “επανεγγραφή;”. “Ναι”. Βγάζει χαρτί και στυλό. Ώπα. Εδώ είμαστε. Ζήτω οι ηλεκτρονικές διαδικασίες. “Γράφε”, μου λέει και αρχίζει τα δικαιολογητικά που πρέπει να φέρω. Φωτοτυπία ταυτότητας, βεβαίωση Α, πιστοποιητικό Β, εκτύπωση Γ, κτλ. ΠΡΟΦΑΝΩΣ και όλα αυτά τα χαρτιά είναι δημόσια έγγραφα και υποτίθεται ότι η μία υπηρεσία μπορεί να τα παίρνει από την άλλη, αλλά μην τα θέλω και όλα δικά μου. Ωραία πήγε αυτό. 30' για να καταλήξω με τα αντικείμενα που πρέπει να φέρω στον μάγο για πετύχει το ξόρκι και να “βγει” το χαρτί, που πρέπει να πάω στον μπάτλερ για να μου δώσει το κλειδί, που ανοίγει την καταπακτή στο τελευταίο υπόγειο του κάστρου, όπου κρύβεται ο δράκος, τον οποίο πληγώνει μόνο το χρυσό σπαθί του Ιππότη της Νύχτας... 15 χρονών τα παίζαμε αυτά στο “κομπιούτερ”. Γατάκια. “Πιστεύω” στον “σαν μισθωτό” εαυτό μου και ας πληρώνομαι με μπλοκάκι.

Πρώτη πίστα το επιμελητήριο. Μαθημένος από το χτεσινό στραπάτσο με την εφορία ψάχνω πρώτα στο Google. Και ναι! Η διαδικασία γίνεται ηλεκτρονικά! Είμαι ακόμα στα σκαλιά του ιιι-ΕΦΚΑ, με την ελπίδα ότι μπορεί να μαζέψω τα χαρτιά γρήγορα. Ταυτότητα έχω πάνω μου – μια φωτοτυπία θέλει. Το μισθωτήριο του σπιτιού είναι στο TAXIS. Αν πάρω και αυτό, ίσως να επιστρέψω και να ξεμπερδεύω μέσα στην ημέρα. Αρχίζω να συμπληρώνω την αίτηση. Βάζω τα στοιχεία μου, “νεχτ”. Ώπα. “Κατεβάστε, τυπώστε, υπογράψτε, σκανάρετε, ανεβάστε”, σκουπίστε, τελειώσατε. Είμαι έτοιμος να γκρινιάξω πάλι, αλλά ήδη περπατάω και σχεδόν έχω φτάσει στο φωτοτυπάδικο. “Τυπώνετε από mail;”, ρωτάω το παληκάρι. “Βέβαια!”, μου λεέι. Του στέλνω την αίτηση, την τυπώνει, την υπογράφω, την σκανάρει, μου τη στέλνει, την ανεβάζω, πατάω ξανά “νεχτ”... “Θα σας στείλουμε mail”. Ωραία πήγε αυτό. Βουλιάζουν τα όνειρά μου ότι μπορεί και να ξεμπερδέψω σήμερα. Πληρώνω τις εκτυπώσεις, παίρνω την απογοήτευσή μου και πάω προς το σπίτι... Στον δρόμο έρχεται το mail από το επιμελητήριο. Θέλουν 5,12 ευρώ για να εκδόσουν το χαρτί. Μάλιστα. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί χρειάζεται αυτό το νταβαντζιλίκι, αλλά βαρέθηκα να το αρνούμαι (έχω βριστεί παλιότερα μαζί τους για αυτό – αλλά αυτή είναι άλλη ιστορία). Το πληρώνω μέσω τραπέζης και περιμένω...

Παράλληλα, λέω να κλείσω άλλο ένα ραντεβού στο ιιι-ΕΦΚΑ για αύριο. Πάω στη – γνωστή πλέον – φόρμα και συμπληρώνω τα στοιχεία μου. Επιλέγω ώρα. Κόκκινο! Δεν γίνεται, λέει. “Έχετε ήδη κλείσει ραντεβού για τον ίδιο λόγο”. Απίθανο. Πατάω πάνω στα περασμένα μου ραντεβού και βρίσκω το σημερινό, που έχει ήδη περάσει. Πατάω να το αλλάξω και διαλέγω νέα ώρα για αύριο. Αυτό γίνεται. Και τώρα έχω ένα ραντεβού με δυο σημεία στον χρόνο: σήμερα και αύριο. Επιπλέω στο χωροχρονικό ασυνεχές μεταξύ των δύο ραντεβού και περιμένω να εκδοθεί το χαρτί με τις φοβερές “ηλεκτρονικές” διαδικασίες του επιμελητηρίου...

(συνεχίζεται...)

Επεισόδιο 3, “Χαρτιά”

Χτες το βράδυ δεν κοιμήθηκα καλά. Ονειρευόμουν ότι ήμουν σε έναν περίεργο κόσμο και όλο στριφογύριζα στο κρεβάτι μου. Ένα μέρος που δεν υπάρχουν μισθωτοί, ελεύθεροι επαγγελματίες, ελεύθεροι επαγγελματίες με έναν εργοδότη που είναι “σαν μισθωτοί”, ελεύθεροι επαγγελματίες με έναν εργοδότη που πάνε με έσοδα-έξοδα κτλ. Περίεργα πράγματα... Σηκώνομαι και ανοίγω το laptop να δω αν μου έστειλαν το χαρτί που περιμένω. Όχι βέβαια. Η ώρα περνάει. Παίρνω τηλέφωνο στο επιμελητήριο. Μου απαντάει “το μενού”. Πατάω 1 για “μητρώο”, 2 για “ατομικές επιχειρήσεις” και νιώθω ήδη μεγαλοεπιχειρηματίας. Δεν το σηκώνει κανείς... Ξανά μετά από 10΄. Τίποτα. Ξανά. Πατάω 1 για “μητρώο”, 2 για “ανώνυμες εταιρείες”. Μπορεί η δικιά μου εταιρεία να έχει όνομα, αλλά τι είμαι εγώ; Ένας ανώνυμος. Το σηκώνουν αμέσως.

Απαντάει μια κυρία και με στέλνει σε μια άλλη. Αυτή σε μια τρίτη, κτλ. Κάποια στιγμή φτάνω στον προορισμό μου, στη σωστή κυρία, που αναλαμβάνει τις προεγγραφές. Μου λέει ότι μπορεί εγώ να πλήρωσα μέσω τραπέζης, αλλά το λογιστίριο τα βλέπει μετά τις 11. Ό,τι και να πω, δεν έχει σημασία. Την παρακαλώ να μου στείλει το χαρτί όσο γρηγορότερα μπορεί, μήπως και τελειώσω σήμερα. Φαίνεται ήρεμη και ευγενική.

12:20 σκάει το mail. Εντάξει, τους πήρε πάνω από μια μέρα να δουν την – κατά τα άλλα – ηλεκτρονική μου πληρωμή, αλλά την είδανε. Υπάρχει ελπίδα για την ανθρωπότητα. Τυπώνω γρήγορα-γρήγορα το χαρτί, έχω και τα άλλα δύο από χτες, φεύγω για ιιι-ΕΦΚΑ.

Χαιρετώ τον βαρεμένο φύλακα στην είσοδο. Προφανώς και δεν με θυμάται από χτες, αλλά με έχει και στη σημερινή του λίστα, αφού είχα κλείσει και για σήμερα ραντεβού. Ωραίος. Πάω στον κολλητό μου, στον πρώτο. Αφού έρχεται η σειρά μου, μου δίνει να συμπληρώσω μια αίτηση. Κοιτάει τα χαρτιά μου. Με κοιτάει. “Τα εκκαθαριστικά τα έφερες;”. “Τα ποιά;”. “Τα εκκαθαριστικά σου των τελευταίων 5 ετών. Δεν στο έγραψα χτες;”. Παθαίνω κράμπα στον εγκέφαλο. “Τα εκκαθαριστικά 5 ετών; Μα γιατί;”. “Πρέπει να κάνουμε κάποιους ελέγχους... Για εμπορικές δραστηριότητες κτλ.”. “Μα δεν είχα ποτέ εμπορική δραστηριότητα. Το 2019 έκλεισα πάλι βιβλία σε εσάς και από τότε είμαι στο ΙΚΑ...”. Κοιτάει πάλι την αίτησή μου. “Γράψε εδώ ότι θες να μπεις και στην πρώτη κατηγορία”. “Μα δεν έχω κατηγορία! Μου είπαν ότι δεν επιλέγω, αλλά βάζουν κάθε μήνα ένα ποσοστό του μισθού ως εισφορές...”. “Άρα είσαι στο άρθρο 39! Τη σύμβαση την έχεις μαζί;”. Το σφίξιμο δυναμώνει. Παράλληλα, νιώθω ένα ψήγμα ενθουσιασμού. Είμαι στο άρθρο 39! Δεν έχει σημασία τι είναι αυτό, αλλά σίγουρα οδηγεί προς το φως στην άκρη του τούνελ. “Δεν την έχω”, του λέω. “Μα που δουλεύεις;”. Του λέω. Αρχίζει να βρίζει. “Μας έχουν τρελάνει! Ό,τι να'ναι κάνουν!”. Αρχίζω και εγώ. “Εγώ νομίζεις θέλω να έρχομαι εδώ κάθε τρεις και λίγο και να αλλάζω καθεστώς; Μία μισθωτός, μία με μπλοκάκι... Εμάς έχουν τρελάνει!”. Ακούγονται κάποια ωραία κοσμητικά επίθετα και σιγά-σιγά εδραιώνεται ένα φιλικό κλίμα με τον κύριο πίσω από το γκισέ. Έχουμε τους ίδιους νταλκάδες. Κάποιος από το κοινό που περιμένει αρχίζει να χασκογελάει. Είμαι σίγουρος ότι και αυτός για τον ίδιο λόγο είναι εκεί.

Εκεί κάπου χαμηλώνει την ένταση της φωνής του. Σκύβω πιο κοντά στον γκισέ. “Είσαι του άρθρου 39. Φέρε μου τη σύμβαση σου και το τελευταίο εκκαθαριστικό – δεν χρειάζονται τα άλλα, να τελειώνουμε. Να σου πω κάτι; Στείλ΄τα μου mail”. Και μου γράφει το mail του σε ένα χαρτί. Τέτοιες – μεγάλες – στιγμές είναι που με κάνουν να θέλω να ανοιγοκλείνω τα βιβλία μου κάθε 2 μήνες. Που καταρρέουν τα όποια πλεονεκτήματα των ηλεκτρονικών διαδικασιών μπροστά στον ανθρώπινη αλληλεγγύη. Ο Σπίλμπεργκ γύρισε οσκαρικές ταινίες με πολύ λιγότερα. “Εντάξει. Θα περάσω αύριο να σας τα φέρω κιόλας”. “Ναι, αλλά στείλ'τα μου, ώστε αν έχει ουρά να μην περιμένεις”. Κρίμα να μην έχουμε και ένα βιολί να παίζει από πίσω.

Φεύγω. Μόλις φτάνω σπίτι, στέλνω τα χαρτιά στο mail. Μετά από λίγο έρχεται απάντηση: “Λάβαμε το μήνυμά σας”. Κλείνω άλλο ένα ραντεβού στο ιιι-ΕΦΚΑ για αύριο. Για κάποιον λόγο, το ραντεβού μου με τις δύο ημερομηνίες “διεκπεραιώθηκε”! Δημιουργώ νέο και ελπίζω... Ελπίζω στο άρθρο 39.

(συνεχίζεται...)

Επεισόδιο 4, “Πίσω στην αρχή”

8:15 και περνάω με το αυτοκίνητο έξω από το ιιι-ΕΦΚΑ. Στο κάθισμα του συνοδηγού τα χαρτιά που έστειλα χτες με mail – εντάξει, είπαμε... τα έστειλα ηλεκτρονικά, αλλά θέλω να προχωρήσουμε και στην πράξη. Από μακριά, βλέπω τον κολλητό μου να περνάει τον δρόμο και να μπαίνει μέσα. Καλή ώρα. Είναι τόσο νωρίς, που βρίσκω σχετικά εύκολα να παρκάρω. Απίστευτο! Μπαίνω και εγώ στο κτήριο. Πάμε πάλι. Χαιρετώ τον βαρεμένο φύλακα στην είσοδο. Προφανώς και δεν με θυμάται από χτες και προχτές, αλλά με βρίσκει και πάλι στην λίστα, οπότε είναι χαρούμενος. Ανεβαίνω πάνω.

Ο “δικός μου” με αναγνωρίζει από χιλιόμετρα πλέον. Τον χαιρετώ, του δίνω τα χαρτιά, κάτι κάνει και μου δίνει το πακέτο για υπογραφή. Νιώθω όμορφα. Όλο καμάρι πάω στην προϊσταμένη, τα υπογράφει, του τα επιστρέφω και μου πασάρει την πολυπόθητη βεβαίωση. Έτοιμη για κάδρο. Με τις 47 υπογραφές και σφραγίδες της θα κοσμεί ωραία τον τοίχο του γραφείου μου – εκεί που κάποιοι άσχετοι βάζουν τα πτυχία τους. “Εντάξει είμαστε;”, του λέω. “Εντάξει. Με αυτό θα πας τώρα στην εφορία”. “Μα δεν γίνεται ηλεκτρονικά στην εφορία;”. “Όοοχι. Τώρα που πας έτσι, θα συνεχίσεις έτσι”, μου απαντά. Χαιρετώ και φεύγω.

Πίσω στην αφετηρία δηλαδή. Πλησιάζω την εφορία και ήδη ανακατεύεται το στομάχι μου από τη σκέψη των σεκιουριτάδων στην είσοδο. Φτάνω, μπαίνω μέσα και τους βλέπω όντως εκεί. Και τους δύο. Με τα αλεξίσφαιρά τους, το καφεδάκι τους, τη μουσούδα τους έξω. “Τι θέλετε;”. “Να κάνω έναρξη επαγγέλματος”, τους δείχνω το χαρτί. “Για να δω”, μου λέει. Σκέφτομαι να κατεβάσω κανένα καντήλι, αλλά μάλλον θα τα κάνω χειρότερα τα πράγματα. Τι θα μας πεις ρε φιλαράκι δηλαδή; Και να μας πεις, δηλαδή – έχεις δεν έχεις δίκιο, τι σημασία έχει; Εμένα μου είπε ο κολλητός να φέρω εδώ το χαρτί και το έφερα. Αν με στείλεις αλλού, τι θα πω; Ότι πήγα στην εφορία και μου είπε ο φύλακας να σας φέρω αυτά τα χαρτιά; Κοιτάει και μου λέει “μόνο ηλεκτρονικά οι εγγραφές”. “Με στείλανε από τον ΕΦΚΑ να φέρω αυτό το χαρτί για να προχωρήσω”. “Ναι, αλλά δεν γίνεται από εδώ”. “Τι να σας πω εγώ τώρα; Αφού έτσι μου είπανε”. “Πάνω είναι μόνο ένας υπάλληλος για διαγραφές. Πήγαινε”. Με αφήνει να περάσω.

Πάω πάνω και μπαίνω στο θρυλικό γραφείο του μητρώου. Ανοίγω τη διπλή πόρτα και νιώθω σαν να μπαίνω στο κάστρο της Μίνας Τίριθ. Μπροστά μου ξεδιπλώνονται άπλετα τετραγωνικά με καμιά 10αριά γραφεία γύρω-γύρω. Χαρτιά παντού, στοίβες, κάτι γλάστρες ξέμπαρκες, κάτι καλτ αφίσες του ΕΟΤ στους τοίχους και το ταβάνι κίτρινο από τη νικοτίνη. Ξαφνικά μου σκάει ένα κύμα ζέστης. Ο κλιματισμός πρέπει να είναι στους 30 βαθμούς και όλα τα παράθυρα κλειστά. Κοιτάω γύρω, και βλέπω απέναντι 4-5 ανθρώπους στα γραφεία τους με τα μπουφάν τους – οι 2 βυθισμένοι στην οθόνη του υπολογιστή, μία κάτι φωνάζει στον άλλο, που κάθεται αντιδιαμετρικά, στην άλλη άκρη, ο οποίος εκείνη την ώρα παραγγέλνει καφέδες στο τηλέφωνο και δεν την ακούει.

Κάθομαι στη μέση περιμένοντας. Κάποια στιγμή, σηκώνεται μια κυρία να πάρει μια εκτύπωση. “Τι θέλετε;”, μου λέει. “Να κάνω έναρξη επαγγέλματος” και της δείχνω το χαρτί. “Ηλεκτρονικά μόνο, από το myAADE”, μου απαντάει και γυρίζει να φύγει. “Μα με στείλανε από τον ΕΦΚΑ με τη βεβαίωση και μου είπανε ότι εφόσον έγινε έτσι η διαδικασία, θα συνεχίσει έτσι”. “Δεν ξέρουν αυτοί. Μπείτε ηλεκτρονικά και κάντε ένα αίτημα”. “Εντάξει. Υπάρχει περίπτωση να ολοκληρωθεί η εγγραφή σχετικά άμεσα;”. “Τι να σας πω; Έχουμε πολύ φόρτο αυτήν την περίοδο και οι μισοί λείπουν με COVID... Δίνουμε μια προτεραιότητα στις εγγραφές, αλλά δεν μπορώ να σας πω κάτι...”. Απογοήτευση. Ποτέ. Τελικά ο αλεξίσφαιρος ήξερε καλύτερα από τον κολλητό μου.

Επιστρέφω σπίτι και ανοίγω τον υπολογιστή. Μπαίνω στο TAXIS, πατάω το myAADE. Προφανώς και δεν βρίσκω αυτό που θέλω. Το ψάχνω στο Google. Βρίσκω την “εφαρμογή” για νέο αίτημα και αρχίζω... Κατεβάζεις ένα pdf, το συμπληρώνεις και το ανεβάζεις μαζί με ό,τι συνημμένα σου ζητάει. Όλοι λέγανε να το δώσω σε λογιστή να το κάνει. Μου περνάει και αυτή η σκέψη, αλλά γρήγορα την πνίγω. Εξάλλου, λένε ότι οι χειρότερες αποφάσεις οδηγούν στις καλύτερες ιστορίες. Και αυτή η ιστορία φαίνεται ότι έχει δρόμο ακόμα. Τελειώνει η 4η μέρα (πήγε μεσημέρι), αλλά τουλάχιστον έγινε η αίτηση. Να δούμε τώρα πότε – και αν – θα διεκπεραιωθεί το αίτημά μου...

(συνεχίζεται...)

Επεισόδιο 5, “Ο από μηχανής θεός”

Παρασκευή πρωί και έχει περάσει μία εβδομάδα χωρίς καμία ενημέρωση... Μια ένδειξη ρε παιδί μου... Να με πάρει ένας άνθρωπος και να μου πει ότι λείπει ένα χαρτί. Να νιώσω ότι κάτι κινείται. Σαν να μην έφταναν τα γραφειοκρατικά προβλήματα, είχα την τύχη να χιονίσει τη Δευτέρα και είναι τα πάντα κλειστά. Αργία... Σχεδόν μια εβδομάδα, παρόλλου που εδώ το χιόνι κράτησε 20 λεπτά. Είμαι σε αναμμένα κάρβουνα και ο εργοδότης μου λέει ότι αν δεν έχει το τιμολόγιο μέχρι τη Δευτέρα, δεν θα πληρωθώ για αυτόν τον μήνα. Εντάξει, θα πάρω τα χρήματα τον επόμενο, αλλά αυτό σημαίνει ταλαιπωρία και ένα τεράστιο ασφαλιστικολογιστικό μπέρδεμα, αφού θα έχει ξεκινήσει η ασφάλειά μου τον έναν μήνα και το επάγγελμά μου τον επόμενο. Ούτε που θέλω να φαντάζομαι πως θα ξεμπλέξει αυτό...

Μπαίνω στο Google και ψάχνω τα τηλέφωνα της εφορίας. Μητρώο: 4 νούμερα παρακαλώ και ένα του προϊσταμένου. Καλώ και ξανακαλώ. Τίποτα. Καμία τύχη. Αποφασίζω να απαντήσω στο mail που μου είχαν στείλει ότι έλαβαν τα χαρτιά μου, παρόλο που λέει “μην απαντήσετε σε αυτό το mail”. Μέσα σε 2' έρχεται η κόντρα απάντηση: “Δεν δεχόμαστε ερωτήματα μέσω mail, μόνο μέσω ηλεκτρονικού αιτήματος ή κατόπιν ραντεβού”. Με λίγα λόγια, “ηλεκτρονική” εξυπηρέτηση σημαίνει: “Στείλτε μας τα χαρτιά σας και θα σας τηλεφωνήσουμε εμείς”. Τα πάντα γίνονται πλέον στον δικό τους χρόνο. Κλείνω ένα ραντεβού για Δευτέρα πρωί.

(...)

Είναι Δευτέρα. Έχω ξυπνήσει από νωρίς και τυπώνω ό,τι έχω. Νιώθω σαν τον Ράμπο που προετοιμάζεται να βγει στη ζούγκλα, μόνο που αντί για μαχαίρια και σφαίρες, εγώ ζώνομαι με πιστοποιητικά, συμβάσεις, εκκαθαριστικά, φωτοτυπίες ταυτότητας, ενοικιαστήρια, κτλ. Λέω να σκάσω στην εφορία έτσι. Σαν κάτι παραδοσιακούς γάμους που καρφιτσώνουν στη νύφη και τον γαμπρό χαρτονομίσματα. Εγώ θα έχω στο πέτο περασμένο το πιστοποιητικό από τον ΕΦΚΑ και στο παντελόνι τη σύμβαση εργασίας. Γεμίζω την τσάντα και ξεκινάω. Στον δρόμο με πιάνει πάλι ανακατωσούρα σκεφτόμενος τους αλεξίσφαιρους. Εκεί είναι, στην πόρτα και με περιμένουν. “Τι θέλετε;”. Έχω ραντεβού στο μητρώο”. “Ναι, αλλά τι θέλετε;”. Παίρνω βαθιές ανάσες. “Να δούνε κάτι χαρτιά”. Το σκέφτεται. Δεν έχει κάτι να μου πει. “Περάστε”.

Οι πύλες του μητρώου είναι σήμερα κλειστές. Με το που ανεβαίνω τη σκάλα, βλέπω 4-5 να περιμένουν απ'έξω. Ρωτάω την κυρία που είναι πρώτη στη γραμμή τι συμβαίνει και μου λέει ότι μπαίνει μέσα ένας-ένας και τους είπαν να περιμένουν να βγει ο προηγούμενος. Εντάξει. Τουλάχιστον είναι κάποιος μέσα. Ξαφνικά η ίδια κυρία γυρνάει και με ρωτάει τι περιμένω. Βλέπω έχει έναν χοντρό φάκελο στα χέρια – σκέφτομαι ότι μπορεί να είναι λογίστρια. Της λέω (με έμφαση στο ότι περιμένω μια εβδομάδα και αν δεν γίνει σήμερα δεν θα πληρωθώ) και μου απαντά: “Γιατί δεν πας στην προϊσταμένη, κα Τάδε, να το δει;”. Ώπα. Να κάνω bypass όλον τον κρατικό μηχανισμό; Να πάω στην προϊσταμένη; Έχω κλείσει ραντεβού; Από την άλλη, βλέπω την ουρά και απελπίζομαι. Αρχίζω να ψάχνω το γραφείο της κυρίας.

“Τι θέλετε;”, με ρωτάει. Της δίνω το executive abstract και μου λέει “μισό λεπτό να το δω”. Κλικ, κλικ, βρίσκει την αίτησή μου. Γυρνάει και μου λέει: “Τα έχετε μαζί σας τυπωμένα αυτά;”. Γελάω μέσα μου. Τα έχω όλα πρακτικά, εκτός από τη φόρμα Δ211 (εκείνη που κατεβάζεις, συμπληρώνεις και ξανανεβάζεις). Είπα – ο μαλάκας – να μην την τυπώσω, αφού ήταν 15 σελίδες και τους την έχω στείλει. “Ξέρετε... τα έχω όλα, εκτός από το...”. “Δεν πειράζει”, μου λέει. Πατάει το print και τα τυπώνει. Κλικ, κλικ, “νεχτ”, “νεχτ”, “είστε έτοιμος”. 3 λεπτά. Αυτό χρειάστηκε. Και πολλά λέω. 3 λεπτά και το tip ότι πρέπει να μιλήσω στην προϊσταμένη. Αν το ήξερα αυτό από την περασμένη εβδομάδα... Δεν πειράζει... Ας είναι. Ευχαριστώ τους πάντες: την κυρία προϊσταμένη, την κυρία (μάλλον) λογίστρια, τους παραγωγούς, τον σκηνοθέτη, αυτούς που πίστεψαν σε εμένα και πάνω από όλα τον εργοδότη μου. Παίρνω το χρυσό αγαλματίδιο (εννοώ τη βεβαίωση έναρξης εργασιών) και επιστρέφω σπίτι.

Το να κόψω το νέο “ηλεκτρονικό” τιμολόγιο μου πήρε μόνο 30 λεπτά, με τη βοήθεια ενός συναδέλφου στο τηλέφωνο καθ΄όλη τη διαδικασία. Μόνο! Εντάξει, κάποτε έπαιρνε 3 λεπτά το να κόψεις ένα τιμολόγιο, αλλά τώρα είναι όλα “πιο εύκολα”. Νιώθω χαρούμενος και εξαντλημένος μαζί. Σαν να έχω πάρει το Ρολάν Γκαρός και να έχω ξαπλώσει τώρα στο χώμα κλαίγοντας από συγκίνηση. Η αλήθεια είναι πως τέτοιες συγκινήσεις μόνο η γραφειοκρατία μπορεί να προσφέρει – ηλεκτρονική και μη.